0

Κλείνουν φέτος δέκα πέντε χρόνια από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επέφερε ο Ν. 2916/2001 και δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και της επιστημονικής κοινότητας δεν έχει αντιληφθεί ακόμη το μέγεθος και την ουσία των αλλαγών. Αλλά και πόσος δρόμος απομένει για να ολοκληρωθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

 Χαρακτηριστική είναι η απόφαση δικαστηρίου που ρητά και κατηγορηματικά κατατάσσει τα ΤΕΙ σε κατώτερη θέση και αποφαίνεται πως δεν πρόκειται για ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΠΠΘεσπρ 31/2007).

Στο Ελληνικό Δημόσιο, όπου θριαμβεύουν η τυπολατρία και η υπερρύθμιση, εξακολουθεί η διάκριση των υπαλλήλων σε Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), που οδηγεί σε μισθολογικές και βαθμολογικές ανισότητες και αδικίες.

Την ίδια στιγμή χιλιάδες πτυχιούχοι των πρώην ΤΕΙ καταδικάζονται στην ανεργία ή στην εργασιακή υποβάθμιση, επειδή δεν έχουν θεσπιστεί γι' αυτούς επαγγελματικά δικαιώματα. Κάτι που δεν ισχύει όμως πλέον για τους απόφοιτους των κολεγίων, τα οποία λειτουργούν υπό καθεστώς δικαιόχρησης (franchise) στη χώρα μας ως εμπορικές επιχειρήσεις, υπό την επίβλεψη όχι του Υπουργείου Παιδείας αλλά του Υπουργείου Ανάπτυξης -γι' αυτούς ισχύει το πτυχίο του πανεπιστημίου της αλλοδαπής, που συχνά απονέμεται την ύστατη κυριολεκτικά στιγμή με αμφιλεγόμενες επιστημονικές εγγυήσεις και προδιαγραφές ως επιχειρηματικό δικαίωμα του franchiser  προς τον franchisee, με τον “πτυχιούχο” να μετέχει σε μια συναλλαγή περισσότερο οικονομικού παρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.

 Το πράγμα βεβαίως δεν είναι παράξενο. Μια σκληρή αντιπαράθεση διεξάγεται τα τελευταία χρόνια για την ακριβή ερμηνεία των όρων “ανώτατη εκπαίδευση”, “πανεπιστήμιο”, “τεχνολογική κατεύθυνση”, πίσω από την οποία κρύβονται συντεχνιακά συμφέροντα και αναχρονισμοί. Πρώτος είχε ενδώσει στην αοριστία ο συνταγματικός νομοθέτης του 1952, όταν για πρώτη φορά εισήγαγε τον όρο “ανώτατη εκπαίδευση”, με σκοπό να διακρίνει τη βαθμίδα αυτή από τα σχολεία “μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως”. Η διάκριση αυτή, που υπαινίσσεται μια αριστοκρατικού τύπου οργάνωση του χώρου της Παιδείας, επαναλαμβάνεται με την ίδια διατύπωση στο Σύνταγμα του 1975.

 Είναι χαρακτηριστικό πως στη νομοθεσία των άλλων ευρωπαϊκών κρατών δεν υφίσταται αυτός ο όρος. Λίγο πιο ταπεινά υφίσταται ο όρος “ανώτερη εκπαίδευση” (higher education) και με ακόμη περισσότερη μετριοπάθεια ο όρος “τριτοβάθμια εκπαίδευση” (tertiary education). Εύλογα μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας, όπου δεν αναπτύχθηκε βιομηχανία και όπου καλλιεργήθηκε μια αντιπάθεια προς τα επαγγέλματα του μαύρου κολάρου, το χάσμα μεταξύ μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης ήταν χρήσιμο για να προσδώσει κοινωνική αξία και βαρύτητα σε εκπαιδευτικά υβρίδια που δεν έμπαιναν στο καλούπι της δευτεροβάθμιας ή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χωρούσαν όμως άνετα στον ενδιάμεσο αλλά μη θεσμισμένο χώρο της “ανώτερης” εκπαίδευσης.

 Αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα των ΚΑΤΕΕ, που στιγματίζει ακόμη τα σημερινά ΤΕΙ, όσο κι αν έχουν εξελιχθεί και προοδεύσει. Όσο κι αν πασχίζει ο νομοθέτης να τα οδηγήσει σε ισότιμη θέση με τα άλλα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης. Θα έπρεπε όμως αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες να είναι περισσότερο τολμηρές για να είναι αποδοτικές. Και να είναι περισσότερο συμβατές με την προσπάθεια που κατέβαλαν τα ίδια τα ΤΕΙ για την ουσιαστική τους αναβάθμιση πέρα από τους νομικούς φορμαλισμούς, τους αθέμιτους ανταγωνισμούς και τις δυσκολίες μιας διαρκώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης.

 Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 προσδιόρισε με σαφήνεια το νομικό καθεστώς της λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (άρθ. 16 § 5). Και προχώρησε στη θέσπιση μιας ενδιάμεσης, της “ανώτερης” βαθμίδας, που θα παρέχει “επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση” (απαραίτητες για τη λειτουργία της σύγχρονης οικονομίας, βλ. ΣτΕ Ολομ 576/1981 κά), που θα παρέχει απλώς γνώσεις αλλά δεν θα τις παράγει δια της ερεύνης (ΣτΕ 739/1997). Στη συνέχεια, ο κοινός νομοθέτης προχώρησε στην ίδρυση των ΚΑΤΕΕ (Ν. 576/1977) και στη μετεξέλιξή τους, τα ΤΕΙ (Ν. 1404/1983).

 Ήταν φανερό πως αυτό το σχήμα δεν θα μπορούσε να διαιωνιστεί. Έτσι, πάλι ο κοινός νομοθέτης με τον Ν. 2916/2001 ενέταξε τα ΤΕΙ μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της ανώτατης βαθμίδας και τα ονόμασε ιδρύματα “τεχνολογικού τομέα”. Με μια περίπλοκη φρασεολογία, μνημείο συντεχνιακού μανδαρινισμού, ανέθεσε υποτιθέμενα διακριτούς ρόλους στα ιδρύματα του πανεπιστημιακού τομέα και σε εκείνα του τεχνολογικού τομέα. Τη διάκριση αυτή συνέχισε με πιο απλή διατύπωση, εξίσου όμως αδικαιολόγητα και αβάσιμα με τον Ν. 4009/2011.

Σήμερα, η μόνη πρακτική διαφορά ανάμεσα στα ιδρύματα των δύο τομέων είναι “απλώς” ότι τα τεχνολογικά ιδρύματα δεν χορηγούν διδακτορικό τίτλο σπουδών παρότι αμφότερα διενεργούν επιστημονική έρευνα.

 Πρόκειται για μια ακατανόητη εμμονή σε μια φρασεολογία παλαιού τύπου, η οποία διασώζει μεν τα προσχήματα όσον αφορά τα Πανεπιστήμια, δεν παύει όμως να αποτελεί έναν αναχρονισμό που αδικεί την εκπαιδευτική κοινότητα των ΤΕΙ και αφήνει τη γεύση της ανολοκλήρωτης μεταρρύθμισης -μιας μεταρρύθμισης που φαίνεται πως εμποδίζεται από συντεχνιακά και άλλα συμφέροντα. Υπενθυμίζεται πως η ένταξη των ΤΕΙ στην ανώτατη εκπαίδευση δεν υπήρξε “αναίμακτη”, δεδομένου ότι τα μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού υποβαθμίστηκαν κατά μία βαθμίδα ή παρέμειναν σε προσωποπαγείς θέσεις, κάτι που δεν είχε συμβεί αντίστοιχα με τον Ν. 1268/1982 περί ΑΕΙ (μάλιστα, πολλοί από όσους κατέλαβαν θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού είχαν λάβει διδακτορικό από το ίδιο το ίδρυμα στο οποίο υπηρετούσαν, κάτι που σήμερα δεν επιτρέπεται).

 Η αμηχανία του νομοθέτη, τόσο του συνταγματικού όσο και του κοινού, μπορεί να αρθεί αν προσφύγουμε στην επίσημη μετάφραση του Συντάγματος του 1975 από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα. Έτσι λοιπόν  η “ανώτατη εκπαίδευση” του άρθ. 16 § 5 μεταφράζεται επίσημα στην αγγλική γλώσσα ως “education at university level”. Αντίστοιχα, οι σχoλές ανώτερης βαθμίδας του άρθ. 16 § 7 που παρέχουν την πάλαι ποτέ  επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση  γίνονται “schools of a higher level”.

 Αυτό μας οδηγεί αναπόφευκτα στη λύση του προβλήματος, που δεν μπορεί παρά να είναι πως όλα τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα δικαιούνται να φέρουν τον τίτλο του Πανεπιστημίου όχι μόνο στην αγγλική αλλά και στην ελληνική γλώσσα. Η αξιολόγηση θα αναδείξει περαιτέρω ποια από αυτά δικαιούνται και επί της ουσίας να καυχώνται βάσιμα πως συνεχίζουν την παράδοση του universitas ως ενός συλλογικού θεσμού ακαδημαϊκής ελευθερίας στη διδασκαλία, στην έρευνα, στον διάλογο και στην ανταλλαγή και κυκλοφορία ιδεών, θεωριών, επιστημονικών επιτευγμάτων, ώστε να προάγονται η μάθηση, η γνώση, ο πολιτισμός, οι κοινές ανθρώπινες αξίες σε μια σύγχρονη κοινωνία. Αυτή είναι και μια από τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, προβαίνοντας σε μια πλήρη και ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, που θα απελευθερώσει την επιστημονική έρευνα, θα προσφέρει υψηλού επιπέδου τεκμηριωμένη γνώση στους φοιτητές και τους μεταπτυχιακούς ερευνητές και θα βοηθήσει εν τέλει τη χώρα μας να αναπτυχθεί σε τομείς όπου ήδη παρουσιάζει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα.

* Ο Αθανάσιος Μητρόπουλος είναι Πρόεδρος του ΤΕΙ ΑΜΘ -  ο Κωνσταντίνος Σιμιτσής είναι Νομικός Σύμβουλος του ΤΕΙ ΑΜΘ.

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=685162

Δημοσίευση σχολίου

Καλοδεχούμενα όλα τα σχόλια, επώνυμα και ανώνυμα. Πάντα όμως με σεβασμό στους άλλους αναγνώστες και στους νόμους. Ευχαριστούμε!

 
Top