0

 


Παρέμβαση – απάντηση στον Κώστα Σημίτη, σχετικά με άρθρο του που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα «Τα Νέα», πραγματοποιεί με δήλωσή του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. 

Στο άρθρο του, ο κ. Σημίτης είχε ασκήσει κριτική στον διάδοχό του στην πρωθυπουργία της χώρας, σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και την εγκατάλειψη της «στρατηγικής του Ελσίνκι», την οποία ο κ. Καραμανλής χαρακτηρίζει «δήθεν επιτυχημένη». 

«Το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα», μέχρι τα τέλη του 2004, όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νεάς Δημοκρατίας, προσθέτοντας: 

«Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν την θέτουμε στην κρίση κανενός».

Αναλυτικά η δήλωση του κ. Καραμανλή: 

«Συνεχίζει ο κ. Σημίτης να γράφει για τη λεγόμενη «επιτυχία» του Ελσίνκι. Έχω πάντα επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις διευκολύνουν τον χειρισμό κρίσιμων εθνικών θεμάτων και, μάλιστα, σε μια δύσκολη φάση τους που είναι τώρα σε εξέλιξη. Όμως, η εμμονή και η συνεχής επανάληψη επιβάλλουν να ειπωθούν τελικά κάποια πράγματα, για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Και αφού παραβλέψω την αναφορά σε μια συνάντηση που δεν έγινε ποτέ με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η δήθεν «επιτυχημένη» στρατηγική του Ελσίνκι οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης! Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες». 

Φρόντιζε να συμπεριληφθούν αντίστοιχες προβλέψεις στα επίσημα Ευρωπαϊκά κείμενα. Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα Ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα! Με τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο 1997, έγινε και ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα. Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της! Προφανώς ούτε το μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως ρητά προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο για όλες τις χώρες.

Το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα», μέχρι τα τέλη του 2004! Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό. Μονομερώς! Δηλαδή, η Τουρκία θα προσδιόριζε μόνη της τα επίδικα θέματα. Και, καθώς η Ελλάδα αποδεχόταν ακόμα τότε την υποχρεωτική δικαιοδοσία της Χάγης, δεν θα είχε επιλογή. Αυτομάτως αποδεχόταν το άνευ προηγουμένου: ότι εδάφη της, κυριαρχία της και ό,τι άλλο θεωρούσε η Τουρκία «συναφές» θα ετίθεντο υπό δικαστική αίρεση. Και, ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την ‘Αγκυρα του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας. Αντιθέτως, θέταμε οι ίδιοι την εδαφική μας ακεραιότητα υπό επανεξέταση.

Στο άρθρο του κ. Σημίτη αναφέρεται μάλιστα ότι διαφορά μας προς επίλυση με την Τουρκία δεν είναι μόνον η υφαλοκρηπίδα, αλλά και τα χωρικά μας ύδατα! Από πότε; Και μας εγκαλεί ότι τάχα δεν αξιοποιήσαμε το Ελσίνκι, για να «επιλύσουμε» και αυτό το ζήτημα! Φαίνεται, γι αυτό η κυβέρνηση Σημίτη διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.! Για να «επιλύσει» το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας – που το Ελσίνκι έκανε πακέτο με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις – με τρόπο αποδεκτό από την Τουρκία!

Το Δεκέμβριο 2004, όταν κρινόταν η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στις Βρυξέλλες, η δική μας προτεραιότητα ήταν πράγματι η απεμπλοκή μας από το τετελεσμένο του Ελσίνκι. Πίστευα και πιστεύω ότι, πέραν της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, τίποτε άλλο από όσα θέτει η Τουρκία δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ή δικαστική αίρεση. Το προηγούμενο του Ελσίνκι ήταν πλέον πραγματικότητα, αλλά έπρεπε να αποδυναμωθεί. Προσθέσαμε τη διατύπωση ότι στη Χάγη θα πάμε «εφόσον απαιτείται», για να αποφύγουμε να συρθούμε για θέματα που δεν υφίστανται.

Διαμορφώσαμε μία νέα στρατηγική που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνο-τουρκικά σε Ευρω-τουρκικά. Η ΕΕ, από το να παραπέμπει την εδαφική μας ακεραιότητα στη Χάγη, γεγονός αδιανόητο, επόπτευε πλέον η ίδια και με τη δική μας ενεργό συμμετοχή τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις σχέσεις καλής γειτονίας και το Διεθνές Δίκαιο, ως προαπαιτούμενο της ενταξιακής διαδικασίας (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο με την Τουρκία, Οκτώβριος 2005).

Πρόσθετη απόδειξη των κινδύνων που περιέκλειε το Ελσίνκι είναι ότι αυτό ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο 2015, από την κυβέρνηση Σαμαρά. Με δήλωση που κατέθεσε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλος στα Ηνωμένα Έθνη, η χώρα μας δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης για θέματα εδαφικής μας κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών μας υδάτων.

Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν την θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο».

https://www.kathimerini.gr/politics/561322825/apantisi-karamanli-se-simiti-gia-elsiniki-den-diapragmateyomaste-ethniki-kyriarchia


Η καραμανλική στρατηγική απέναντι στο Ελσίνκι

Η συνάντηση με έμπειρο διπλωμάτη έγινε σε ιστορικό κτίριο των βορείων προαστίων της Αθήνας, με αντικείμενο την «άλλη άποψη» για τα ελληνοτουρκικά, την περιγραφή της φιλοσοφίας όσων δεν αποδέχονται στην ολότητά της τη στρατηγική του Ελσίνκι. Το Ελσίνκι, δηλαδή η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς να επιλυθεί το Κυπριακό, η μετατροπή των ελληνοτουρκικών θεμάτων σε ευρωτουρκικά και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυσή τους με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συμπυκνώνουν μια συνεκτική στρατηγική που συνδέθηκε με τον κ. Κώστα Σημίτη, ο οποίος επέτυχε την ιστορική συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1999.

Το αντίπαλον δέος του Ελσίνκι αφορά μια διαφορετική, διακριτή φιλοσοφία και προσέγγιση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η φιλοσοφία αυτή εκφράστηκε από τον κ. Κώστα Καραμανλή, ο οποίος «πάγωσε» την κρίσιμη πρόβλεψη της συμφωνίας για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η καραμανλική εξωτερική πολιτική για την Κύπρο και τα ελληνοτουρκικά αποδέχεται ότι το Ελσίνκι έχει δύο θετικές όψεις, την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. χωρίς την επίλυση του Κυπριακού και την άρση των εμποδίων για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, όμως, χαρακτηρίζεται από μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τον βετεράνο διπλωμάτη που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, το Ελσίνκι αποδέχεται εκκρεμείς συνοριακές διαφορές, ενώ θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, η ελληνική πλευρά να απαιτήσει την απόσυρση κάθε τουρκικής διεκδίκησης στο Αιγαίο προτού συναινέσει στην άρση των εμποδίων για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ακόμα κι αν υποτεθεί, όμως, ότι μια τέτοια ελληνική αξίωση ήταν μη ρεαλιστική γιατί θα οδηγούσε σε αντιπαράθεση με την Ευρώπη, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών προσκρούει στην πράξη σε δύο εμπόδια.

Πρώτον, στα χωρικά ύδατα. Προτού προχωρήσουν η Ελλάδα και η Τουρκία στη σύνταξη ενός συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη, πρέπει να συμφωνήσουν στον καθορισμό των χωρικών υδάτων. Η Τουρκία θα συμφωνούσε σε μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων μικρότερη των 12 ν.μ. που προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτό, όμως, θα ερμηνευόταν ως εθνική υποχώρηση. Κατά συνέπεια, ούτε τη μέγιστη επέκταση μπορούμε να επιβάλουμε ούτε εθνική υποχώρηση μπορούμε να παραδεχθούμε.

Δεύτερον, το περιεχόμενο ενός «συνυποσχετικού» είναι η συμφωνία για τον καθορισμό των διαφορών. Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι πρέπει να ανατεθεί στη Χάγη η απόφαση για τη στρατιωτική παρουσία στα ελληνικά νησιά, όπως επιθυμεί η Τουρκία. Δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι υφίσταται ως «διαφορά» η τουρκική αξίωση ότι η δικαιοδοσία του FIR Κωνσταντινουπόλεως εκτείνεται ώς τη μέση του Αιγαίου. Και δεν μπορεί να αναγάγει σε «διαφορά» την τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται υφαλοκρηπίδας, αφού (σύμφωνα με τους Τούρκους) είναι «γεωγραφικοί σχηματισμοί που επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα».

Αλλά ακόμα κι αν τα εμπόδια εκλείψουν και το συνυποσχετικό συνταχθεί, τότε θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η πιθανή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας θα εγκλωβίσει την Ελλάδα σε τετελεσμένα που δεν θα μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Μπορεί για παράδειγμα, με βάση τη μέχρι σήμερα νομολογία, να αποφασιστεί ότι τα μικρά ελληνικά νησιά και οι βραχονησίδες έχουν πολύ μικρή επιρροή («effect») στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας σε σύγκριση με τον ηπειρωτικό όγκο της Τουρκίας. Η τουρκική υφαλοκρηπίδα, λοιπόν, μπορεί να «κυκλώσει» πολλά ελληνικά νησιά και να απλωθεί σε μεγάλη έκταση δυτικά των τουρκικών ακτών. Η Χάγη, δηλαδή, μπορεί να οδηγήσει για πρώτη φορά στην αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο. Το «χειρότερο», σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, είναι ότι ακόμα και ύστερα από ένα τέτοιο αποτέλεσμα, τίποτα δεν εγγυάται ότι η Τουρκία δεν θα επανέλθει με νέες αξιώσεις.

Εκκρεμότητες και ένταση

Για όλους αυτούς τους λόγους, η «καραμανλική στρατηγική» στα ελληνοτουρκικά επικεντρώθηκε στην υποστήριξη του status quo. Δεν αποθαρρύνεται ο διάλογος για όλα τα πιθανά ζητήματα, αλλά χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς προθυμία για προσφυγή στη Χάγη.

Αλλωστε, η Τουρκία διατηρεί παρεμφερείς επιφυλάξεις για το Διεθνές Δικαστήριο, αφού δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του.

Θέτω το επιχείρημα ότι η διατήρηση των εκκρεμοτήτων εγκλωβίζει την Ελλάδα σε μια κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο. Ο βετεράνος διπλωμάτης αντιτείνει ότι η ένταση στο Αιγαίο είναι φαινόμενο της περιοχής μας, με στιγμές έξαρσης και περιόδους υποχώρησης, που δεν οφείλεται στην ελληνική απροθυμία για «επίλυση», αλλά στο στοιχείο της σύγκρουσης που υφίσταται παράλληλα με τη συνύπαρξη και σφραγίζει ιστορικά τη σχέση των δύο λαών. Κατά συνέπεια, η βέλτιστη στρατηγική για την Ελλάδα, την οποία εφάρμοσε ο κ. Καραμανλής και εν πολλοίς ακολουθείται και από τους κ. Τσίπρα και Κοτζιά, είναι να εμμένει υπομονετικά και ψύχραιμα στη διατήρηση του status quo.

Θέτω ένα άλλο επιχείρημα, ότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος της Ελλάδας καθώς η Τουρκία ενισχύεται σημαντικά στρατιωτικά και πληθυσμιακά. Η απάντηση είναι ότι ο χρόνος μπορεί, αντιθέτως, να δρα υπέρ της Ελλάδας. Στο κοντινό μέλλον η Τουρκία μπορεί να είναι περισσότερο αποφασισμένη να συγκλίνει με την Ευρώπη, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει ο τουρκικός επεκτατισμός. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που η Τουρκία αποφασίσει να αποχωρήσει από το δυτικό πλαίσιο, τότε αυτό θα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα εξασφαλίσει τη μέγιστη δυτική υποστήριξη.

Σε ό,τι αφορά το παρόν, ο διπλωμάτης τονίζει ότι δεν υπάρχουν στο Αιγαίο συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο το 1974. «Η Κύπρος ήταν άοπλος μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τη χούντα το 1967, ενώ στα ελληνικά νησιά υφίσταται στρατιωτική παρουσία». Η Τουρκία δεν δρα παράτολμα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι μια εισβολή σε ελληνικό έδαφος μπορεί να πλήξει πολλαπλώς τα συμφέροντά της. Παράλληλα, συμπληρώνει, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και μέχρι πρότινος η Τουρκία έχει συμπεριφερθεί στην Ελλάδα με σεβασμό.

Εν κατακλείδι, το status quo αποδεικνύεται ανθεκτικό απέναντι στις κατά καιρούς εντάσεις. Αυτό που φαίνεται εξωτερικά ως ελληνική «αδράνεια» είναι στην πραγματικότητα μια ενεργός στρατηγική. Ασφαλώς, απόλυτες συνταγές δεν υπάρχουν στη γεωπολιτική και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος…

https://www.kathimerini.gr/politics/960365/i-karamanliki-stratigiki-apenanti-sto-elsinki/

Δημοσίευση σχολίου

Καλοδεχούμενα όλα τα σχόλια, επώνυμα και ανώνυμα. Πάντα όμως με σεβασμό στους άλλους αναγνώστες και στους νόμους. Ευχαριστούμε!

 
Top