Του Δρ. Συμεών Σολταρίδη
Εν όψει των συνεχών αγορών οπλικών συστημάτων, των πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων, των συμφωνιών που υπογράφει η χώρα μας, της πολιτικής που αναπτύσσει η Γαλλία στην περιοχή, της σύγκρουσης της με την Τουρκία λόγω του κενού που αφήνει η Αμερική με την αποχώρηση της από την Ανατολική Μεσόγειο, θεώρησα να γράψω ένα κομμάτι βασισμένο σε ιστορικές πηγές για την περίοδο πριν και μετά την Λωζάνη που σχετίζεται με τις διεθνείς συνεργασίες που είχαμε, την πολιτική που καλλιεργήσαμε ακόμα και κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων, για να γνωρίσουμε τις πολιτικές καταστάσεις, τις αλήθειες και τις ωραιοποιήσεις των γεγονότων. Ας το διαβάσουμε για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας με σκοπό την μελέτη του σήμερα.
Την περίοδο αυτή διαβάζω σε διάφορα σάιτ και ηλεκτρονικές σελίδες πολλά που σχετίζονται με διάφορες άγνωστες πτυχές της Συνθήκης της Ειρήνης, της υπογραφής της Λωζάνης. Πολλοί αναλυτές ωραιοποιούν την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στα Ελληνικά πολιτικά δρώμενα, πριν και μετά την υπογραφή, άλλοι παραθέτουν ιστορικά στοιχεία χωρίς όμως να τα αναλύσουν, ενώ άλλοι δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό από όλα αυτά τα πολιτικά συνετά επιχειρήματα που είχε αναφέρει ο Βενιζέλος σχετικά με την υπογραφή. Όλοι ακούμε και συζητάμε για την διάσκεψη της Ειρήνης και την τελική έκβασή της που είναι η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου του 1923.
Αναζήτηση του αρχειακού υλικού
Διαβάζουμε το κείμενο της συνθήκης και τα τελικά του άρθρα. Δεν αναζητούμε όμως το αρχειακό υλικό από τις διάφορες πηγές για να κατανοήσουμε γιατί υπήρξε αυτή η έκβαση, γιατί δεν επαναλήφθηκαν οι πολεμικές αναμετρήσεις ιδιαίτερα όταν συζητιούνταν τα θέματα των πολεμικών αποζημιώσεων και γιατί έγινε αποδεκτός ο χαρακτηρισμός θρησκευτικές – εθνικές μειονότητες. Επί πλέον πώς η Τουρκία ερμήνευε τον όρο θρησκευτικός-ή-ό και γιατί η Ελληνική αντιπροσωπεία έλαβε σοβαρά το υπόμνημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου που είχε αποστείλει στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Βεβαίως το τελικό κείμενο της συνθήκης είναι ο «νομικός καθοδηγητής» γύρω από πολλά, κυρίως δε, από τα μειονοτικά. Σημειώνοντας όμως την σοβαρότητα των σχετικών εγγράφων που υπάρχουν στο Αρχείο Βενιζέλου, στην σχετική αλληλογραφία, καθώς και στην ομιλία που εκφώνησε ο Κεμάλ Ατατούρκ, αναφερόμαστε στις σελίδες της ιστορίας για να κατανοηθούν ορισμένα σημεία ώστε οι επιστήμονες και αναλυτές , αλλά και τα άτομα που αναφέρονται σε αυτήν, εκτός από το επίσημο κείμενο της συνθήκης να γνωρίζουν και τα παραλειπόμενα για το πώς διαμορφώθηκε και να κατανοούν καλύτερα το κλίμα της εποχής.
Βέβαια, το επαναλαμβάνουμε ότι ισχύει το υπογραφέν κείμενο και δεν αμφισβητείται. Παράλληλα όμως ας γνωρίζουμε και το πώς ερμηνεύουν οι δύο χώρες κάποιες θέσεις και πώς αποδίδουν ιστορικά τα σημαντικά σημεία ώστε στις αναλύσεις να πλησιάζουμε την πραγματικότητα.
Οι πραγματικές συνθήκες και εικόνα του μετώπου
Κοντεύουν να περάσουν εκατό χρόνια από τις 7 Απριλίου του 1922. Σε επιστολή που στέλνει στρατιωτικός από το μέτωπο στην Μικρά Ασία, προς τον φίλο του Γιώργο και περιλαμβάνεται στο αρχείο Βενιζέλου 173/φακ.316, σημειώνει «κατά πρώτον το ηθικό των στρατιωτών μας είναι αξιοθρήνητον .Φαντάσου ότι άκουσαν με ενθουσιασμό την είδηση της εκκενώσεως της Μ.Ασίας και τον ακρωτηριασμό της Θράκης. Εμείς να πάμε στα σπίτια μας και τσιμέντο να γίνη η Μ. Ασία». Και παρακάτω συμπληρώνει «ούτε σκέψις μπορεί να γίνει περί επιθέσεως μ΄αυτό το στρατό, που έχει χάσει κάθε επιθετική ορμή και που καθαρά ενώπιον των αξιωματικών δηλώνει από τώρα ότι με την πρώτη τουφεκιά θα το στρίψη».
Γράφει όμως και για τα πολιτικά δίνοντας την πραγματική διάσταση του διχασμού «οι Βενιζελικές εφημερίδες ροφώνται απλήστως……Στρατιώτη Γουναριό είναι δυσκολότατο ν ανακαλύψης. Ο Γούναρης βρίζεται χυδαιότατα νυχθημερόν εξ αυτού δεν έπεται ότι όλοι έγιναν Βενιζελικοί. Πολλοί αναγνωρίζουν ότι επλανήθησαν, περισσότεροι μένουν καθαρώς βασιλικοί υπό την επήρειαν του γοήτρου της πορφύρας, εξεραίσει των φανατικωτέρων, όλοι θα έβλεπον ευχαρίστως συνεργασίαν Βενιζέλου-Κωνσταντίνου».
Στις 23 Δεκεμβρίου 1922 με αριθμόν Πρωτοκόλλου 586 ο Ελευθέριος Βενιζέλος απευθύνεται από την Λωζάνη προς το Υπουργείο Εξωτερικών και αναφέρεται στα τηλεγραφήματα που έλαβε από την Αθήνα με αριθ. 14192 και 14337 σημειώνοντας ότι «η κυβέρνησις αρχίζει να αισθάνεται απέναντι τουρκικής θρασύτητος αδημονίαν, η οποία την άγει να σκέπτεται αν δεν είναι πρωτιμότερον να δοκιμάσωμεν πάλιν την τύχην των όπλων, όπως ανακτώντες την Ανατολικήν Θράκης και αποστέλλοντες ολόκληρον τον Τουρκικόν πληθυσμόν Ελλάδος εις Μικρασίαν…..». Παρακάτω διερωτάται αν ο στρατός είναι έτοιμος μέσα σε μια εβδομάδα αφού επιτεθεί από την Θράκη να φθάσει αν όχι «εις Βόσπορον τουλάχιστον εις Τσατάλτζαν και ν΄αμυνθή εκεί αποτελεσματικώς»;
Αναφέρεται και στην στάση των συμμάχων τονίζοντας ότι μπορεί να μείνουν ουδέτεροι σε περίπτωση συνέχειας του Ελληνοτουρκικού πολέμου και θα « προϊδουν μέλλον ευμενώς προς ενδεχομένην νίκην μας ουδέ θα θελήσουν να στερήσουν ημάς καρπών αυτής» ( Αρχείο Βενιζέλου 173/3463).Κατανοείται από την μικρή παραπομπή το κλίμα που υπάρχει , ενώ ο στρατός ούτε καν διανοείται και πάλι την σύρραξη.
99 χρόνια πριν
Πριν την έναρξη της διασκέψεως και συγκεκριμένα στις 12 Οκτωβρίου 1922 με υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου αποστέλλεται υπόμνημα προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Αρχείο Βενιζέλου 173/318) υπό τον τίτλο «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ενώπιον μεγάλου προβλήματος».
Σε αυτό σημειώνεται «το υπάρχον σχέδιο του Τουρκικού κράτους στο οποίο θα υπάρχει μόνο μία εθνότης, δηλαδή ότι θα καταργηθεί η εθνότητα του Έλληνα και του Αρμένιου, θα μείνει μόνο το θρησκευτικόν δόγμα απηλλαγμένον πάσης εθνικιστικής μορφής». Και συνεχίζει το πόρισμα «Επί τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων θα διεξαχθώσιν αι περί μειονοτήτων συζητήσεις εις τας περί ειρήνης διαπραγματεύσεις. Οι σύμμαχοι θα ενθυμηθώσι την σχετικήν διάταξιν της διακοινώσεώς των της 10/23 Σεπτεμβρίου προς την κυβέρνησην της Αγκύρας, αύτη δε επιδεικνύουσα την Θράκην και την Ασίαν θα ισχυρισθή ότι δεν υπάρχουν ειμή μόνον θρησκευτικαί μειονότητες τουρκικής εθνότητος, αι οποίαι δεν έχουσιν ανάγκην προνομίων εθνικής μορφής. Η γλώσσα των και η εκπαίδευσις των θα είναι τουρκική. Μόνη διάκρισις των από των άλλων τούρκων θα είναι η θρησκεία. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Το μαύρισμα είναι δικό μου).
Ο ισχυρισμός ούτος της Νέας Τουρκίας θα είναι τοσούτον μάλλον σύμφωνος προς την πραγματικότητα όσον θα υπάρχωσι και αμοιβαίαι Ελλάδος και Τουρκίας περί ανταλλαγής πληθυσμών αίτινες θα ελαττώσωσιν ακόμη περισσότερον το εν τη χώρα χριστιανικόν ιθαγενές στοιχείον, θα φανεί τότε ότι αι περί μειονοτήτων φροντίδες των συμμάχων και της Ελλάδος αναφέρονται κυρίως εις τον χριστιανικόν πληθυσμόν της Κωνσταντινουπόλεως».
Η προσεκτική ανάγνωση και ανάλυση της σχετικής αλληλογραφίας της εποχής και του πορίσματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου φανερώνει το πνεύμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Νέας Τουρκίας που δεν «έβλεπαν» εθνότητες αφού υπήρχε μία η Τουρκική. Όλοι ήταν καταγεγραμμένοι από θρησκευτικής πλευράς οπότε δεν θεωρούσε αναγκαίο στην διάσκεψη της Ειρήνης να αναγραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης ως εθνική, αφού δέχονταν τον θρησκευτικό όρο και αναφέρεται σε Τουρκική εθνικότητα. Ταυτίζει θρησκεία με εθνική καταγωγή.
Για τον λόγο αυτό ο Οικ. Πατριάρχης σε άλλο σημείο στις 21 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους (Αρχείο Βενιζέλου 173/34 . υπ/φάκ. 21-25/22) αποστέλλει τηλεγράφημα προς την Πατριαρχική Αντιπροσωπεία στο οποίο σημειώνει «είναι πρόδηλον ότι ευκολώτερον να υποστηριχθή ωρισμένη και πάσι σαφής αρχή του ότι ζητούνται υπέρ Χριστιανών εν Τουρκία αυτά εκείνα άπερ έχουσιν ήδη Μωαμεθανοί ως θρησκεία και εθνότης εν τοις Βαλκανικοίς Κράτεσι» και προτείνει προς την Ελληνική αντιπροσωπεία να χαρακτηριστεί η Συνθήκη ως θρησκευτική για να διεκδικήσει το χριστιανικό στοιχείο , όσοι θα εξαιρεθούν της ανταλλαγής τα δικαιώματα των «Μωαμεθανών».
Με τον τρόπο αυτό προέκυψε ο όρος Θρησκευτική μειονότητα που αναφέρεται περιορισμένα στην Συνθήκη της Λωζάνης, που όμως αποδέχεται η Τουρκία, με βάση τα ανωτέρω ως Τουρκικής καταγωγής μειονότητες.
Η πρώτη φάση!
Άρχεται η πρώτη φάση της Διάσκεψης της Ειρήνης στην Λωζάνη στις 21 Νοεμβρίου 1922. Σχετικό ενημερωτικό σημείωμα προς το Υπ. Εξωτερικών και με αριθμό πρωτοκόλλου αποστέλλει ο Β. Δενδραμής το οποίο βρίσκεται στην σχετική αλληλογραφία. ( Αρχείο Βενιζέλου 173/32).
Η πρώτη λοιπόν μυστική συνεδρίαση της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης υπό τον Λόρδο Κώρζον ξεκίνησε στις 11 το πρωί της 21ης Νοεμβρίου του 1922. Όπως σημειώνει «κατ αυτήν παρίσταντο αι αντιπροσωπείαι της Μεγ. Βρεττανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Αμερικής, Ελλάδος, Τουρκίας, Ρουμανίας και Σερβίας».
Οι πληρεξούσιοι κάθισαν σε τραπέζι που είχε σχήμα Π, δεξιά και αριστερά του προέδρου. Ο Λόρδος Κώρζον αφού κήρυξε την έναρξη, ευχαρίστησε τις Αρχές της Ελβετίας και του Καντονίου της Λωζάνης για την φιλοξενία και σημείωσε ότι οι επίσημες γλώσσες είναι η Γαλλική, η Αγγλική και η Ιταλική τονίζοντας ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και γλώσσα την οποία ομιλεί ο κάθε πληρεξούσιος με την διαφορά θα έχει μεταφραστεί.
Η πρώτη αντίθεση παρουσιάστηκε όταν ο Πρόεδρος υπέβαλλε την πρόταση όπως η συζήτηση χαρακτηριστεί «σχέδιον Κανονισμού δια τας υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής». Τον λόγο έλαβε ο αρχηγός της Τουρκικής αντιπροσωπείας ο οποίος σημείωσε ότι θα ήταν καλό «ο υπό συζήτησιν κανονισμός ονομασθή «Σχέδιον Κανονισμού της Συνδιασκέψεως της Λωζάνης» και ουχί των υποθέσεων της Εγγύς Ανατολής».
Μετά την έναρξη της πρώτης φάσης των συνομιλιών και των πρώτων διαξιφισμών και αντιδράσεων ο Ελευθέριος Βενιζέλος με αύξ. αριθμό πρωτοκόλλου 375 από την Λωζάνη στέλνει ένα σημείωμα με ημερομηνία 25/8 Δεκεμβρίου 1922 προς το Υπ. Εξωτερικών στην Αθήνα (Αρχείο Βενιζέλου 173/33. Υπο φάκελλος 3-4/12/1922), όπου μεταξύ των άλλων σημειώνει «Ζήτημα ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος αποκλειομένης ρητώς της ανταλλαγής Τούρκων Δυτικής Θράκης και Ελλήνων Κωνσταντινουπόλεως και περιχώρων παρουσιάζεται υπό την εξής άποψιν:
Λαμβανομένου υπ όψιν ότι ήδη εν εκατομμύριον προσφύγων έφθασεν Ελλάδα τριακόσιαι δε χιλιάδες ακόμη θα εξαναγκασθούν να εγκαταλείψουν εστίας των εν Μικρά Ασία θα δυνηθώμεν και ημείς να απομακρύνωμεν 300-350.000 Τούρκους, όπως εγκαταστήσωμεν εν μέρος προσφύγων». Σε άλλο σημείο γράφει «Απομακρυνομένων διά κοινής συμφωνίας των Τούρκων θα δυνηθώμεν ταχέως και δια των περιουσιών αυτών ν΄αποζημιώσωμεν μερικώς τουλάχιστον αξίαν εγκαταλειφθεισών Ελληνικών περιουσιών».
Συνεχίζοντας ο Βενιζέλος στο σημείωμά του εφιστά την προσοχή ότι αν και υπάρχουν πρόσφυγες οι οποίοι πιστεύουν ότι θα επιστέψουν στις πατρογονικές τους εστίες , πρέπει να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα και ζητά από το Υπουργείο να κληθούν τα σωματεία και να εκτεθεί η κατάσταση «οία παρουσιάζεται σήμερον».
Και καταλήγει «υπομνησθή δε συγχρόνως αυτοίς ότι Ελλάς εις διαπραγματεύσεις Λωζάνης παρίσταται δυστυχώς ως χώρα ηττημένη και ότι ουδεμία καν βεβαιότης υπάρχει ότι Τουρκία θα δεχθή να υπογράψη υπό ανωτέρω όρους συμφωνίαν ανταλλαγής».
Μετά την ανακοίνωση των βασικών όρων της Διάσκεψης της Ειρήνης που θα υπογράφονταν όπως ήταν φυσικό αρκετοί απέστειλαν σημειώματα και επιστολές προς τον Ελευθέριον Βενιζέλον ο οποίος σαν δεινός πολιτικός και παρά τα πιθανά λάθη του ήταν διορατικός και προέβλεπε τις πολιτικές εξελίξεις. Πολύ μάλιστα προέβλεπε ότι η μη υπογραφή της Λωζάνης και η ενδεχόμενη και πάλι αναμέτρηση δια των όπλων θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την χώρα. Απαντούσε λοιπόν νηφάλια σε όλα όσα του καταμαρτυρούσαν.
Ενδεικτικές απαντήσεις Βενιζέλου
Η πρώτη αποστέλλεται προς τον Βενιζέλο στις 12 Ιανουαρίου 1923 από τον Μιχαήλ Κέπετζη, διπλωμάτη, καθηγητή Δ.Δικαίου στο Παν. της Λωζάνης , ο οποίος τον κρίνει για τους όρους της Συνθήκης σχολιάζοντας τον αρνητικά. Στην απάντησή του στις 14 Ιανουαρίου 1923 (Αρχείο Βενιζέλου) ο Ελευθέριος Βενιζέλος του γράφει «Θα με έφερεν εις απελπισίαν η επιστολήν σας της 12 τρ.μ εάν δεν εγνώριζα και εκ του παρελθόντος ότι ο υπερτροφικός πατριωτισμός σας έχει απορροφήσει όλην την πολιτικήν ορθοφροσύνην σας. Απαιτείτε να μην υπογράψω την συνθήκην της ειρήνης εφόσον δεν επετεύχθη η απαλλαγή των μειονοτήτων από της στρατιωτικής υπηρεσίας, ούτε η επιστροφή των εκουσίων ή ακουσίων προσφύγων, εξ άλλου δε δεν επετεύχθησαν επαρκείς εγγυήσεις υπέρ των Χριστιανών εν Τουρκία».
Σε κάποια αποστροφή του λόγου του ο Βενιζέλος αιτιολογεί την παρουσία των Ελληνικών Δυνάμεων στην Μικρά Ασία και γράφει «Εις Μικράν Ασίαν μετέβημεν, ακριβώς διότι εγνωρίζαμεν ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να προλάβωμεν την εκρίζωσιν του Ελλ.στοιχείου. Αλλ΄ηττήθημεν και επομένως ο σκοπός μας απέτυχε. Πώς φρονείτε ότι δυνάμεθα να επιβληθώμεν εις τους Τούρκους και υποχρεώσωμεν αυτούς να δεχθώσι την επιστροφήν των Ελλήνων και την απόδοσιν των περιουσιών των; Ότι επετύχομεν υπήρξε να δεχθούν οι Τούρκοι την παραμονήν των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και την αναχώρησιν των εν Ελλάδι Τούρκων δια να διευκολυνθή το έργον της εγκαταστάσεως των μυριάδων των προσφύγων και όπως, ακυρουμένων των αυθαιρέτων μέτρων, άτινα ελήφθησαν κατά των περιουσιών των προσφύγων, κατορθωθή να δοθή εις αυτούς ανάλογος αποζημίωσις».
Συνεχίζοντας δεν αποδέχεται τις κατηγορίες ότι δεν προέβλεψε για τις εγγυήσεις των μειονοψηφιών και τονίζει ότι οι συνθήκες είναι «οία υφίστατο προ του πολέμου».
Υποστηρίζει: «Η αντίστασίς σας κατά της υπογραφής της ειρήνης σημαίνει βεβαίως ότι προτιμάτε την επανάληψιν του πολέμου. Αλλ΄αύτη είναι και υλικώς αδύνατος, εφ΄όσον μεταξύ ημών και των Τούρκων παρεμβάλλονται οι πρώην Σύμμαχοι μας, εμποδίζοντες την άμεσον επαφήν. Θέλετε να επανέλθωμεν εις την παράφρονα πολιτικήν του παρελθόντος Ιουλίου, ότε ηπειλήσαμεν την Κωνσταντινούπολιν»;
Και καταλήγει: «Αλλ’ ίσως δεν ζητείτε τα αδύνατα, προτιμάτε δε μόνον αντί της υπογραφής της ειρήνης και της αφοσιώσεώς μας εις το αναγκαίον έργον της περισυλλογής, την εθνικήν απλώς αυτοκτονίαν. Επιστρέψατέ μου να σας παρατηρήσω ότι αν τα άτομα δύνανται να αυτοκτονούν τα έθνη δεν δύνανται. Χωρίς δε να παραγνωρίζω τας τρομακτικάς δυσκολίας, ας έχει ν’ αντιμετωπίση το έθνος, δεν νομίζω ότι η κατάστασίς του είναι τοιαύτη, ώστε δεν δύναται να εμπνεύση εις ανθρώπους έχοντας σώας τας φρένας διαθέσεις προς αυτοκτονίαν».
Σχετικά με το ζήτημα αυτό και της αντίδρασης πολλών στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης υπάρχει και μία άλλη αλληλογραφία αυτή μεταξύ του Ν.Κυριακίδη και Ε.Βενιζέλου που περιλαμβάνεται στο αρχείο Βενιζέλου (173/320) οι οποία είναι σημαντική αφού οι απαντήσεις Βενιζέλου σκιαγραφούν την εποχή και απαντούν σε όλους αυτούς που βάζουν το θυμικό και επιθυμητό μπρος από το αντικειμενικό και πραγματικό. Επί πλέον οι απαντητικές επιστολές θα μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόλογες όχι μόνο για τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Κρητικός πολιτικός αλλά και γιατί διδάσκει και μορφώνει τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους πολιτικούς.
Στις 19 Ιανουαρίου 1923 (173/269) αποστέλλει σημείωμα προς τον φίλο του Απόστολο Αλεξανδρή σχετικά με την επανάληψη των εχθροπραξιών μετά την αναδιοργάνωση του στρατού. Γράφει λοιπόν «Τας εχθροπραξίας ημπορούμεν να επαναλάβωμεν μόνον εν συνεργασία μετά των συμμάχων ή τινών τουλάχιστον εξ αυτών. Μόνοι μας ημπορούμεν να επαναλάβωμεν αυτάς εάν οι Άγγλοι και Γάλλοι πρόκειται να τηρήσουν ευμενή απέναντι ημών ουδετερότητα και αν η Σερβία μας ασφαλίση κατά της Βουλγαρικής επεμβάσεως».
Στην συνέχεια αναλύει την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και σημειώνει ότι «τοιαύτης ούσης της καταστάσεως είμεθα υποχρεωμένοι να υπογράψωμεν την ειρήνην εφόσον μας μείνει η Δ.Θράκη, εάν δεν υποχρεωθώμεν να πληρώσωμεν αποζημιώσεις και επιτευχθεί η υπό τους γνωστούς όρους ανταλλαγή των πληθυσμών, εφ όσον ατυχώς η επιστροφή των απελαθέντων είναι αδύνατος».
Και καταλήγει: «Εάν παρά τας επιτυχίας ταύτας διεκόπτομεν τας διαπραγματεύσεις και επαναλαμβάνομεν τας εχθροπραξίας η εξέγερσις της κοινής γνώμης θα ήτο τοιαύτη ώστε θα εβαίνομεν εις αληθή πανολεθρίαν, αφού οι Βούλγαροι επωφελούμενοι της εξεγέρσεως ταύτης θα κατήρχοντο εις Δ.Θράκην και ο εν Α.Θράκη στρατός μας θ΄απεκόπτετο των βάσεων του και θα κατεστρέφετο…….Αλλ άνευ εξασφαλίσεως μας από του Βουλγαρικού κινδύνου η προέλασίς μας εις Τσατάλτζαν θα ήτο χαρτοπαικτική επιχείρησις».
Στις 24 Ιανουαρίου 1923 γράφει ο Βενιζέλος, ( αρχείο Βενιζέλου 173/269. Εισερχόμενο Επίσημη Αλληλογραφία 1923 Ιαν.- Οκτ), προς τον φίλο του Μαυρουδή σχετικά με τις σκέψεις που είχε. Σημειώνει ότι στην Αθήνα λόγω της αναδιοργάνωσης του στρατού «ήσαν διατεθειμένοι να επωφεληθούν της παραβιάσεως των όρων της ανακωχής υπό των Τούρκων δια να προελάσουν εκ νέου μέχρι Τσατάλτζας».
Χαρακτηρίζει την προσπάθεια αυτή «αυτοκτόνο πολιτική την επανάληψη των εχθροπραξιών εναντίων της πολιτικής των μεγάλων συμμάχων και χωρίς την εξασφάλισιν ημών κατά της Βουλγαρικής επιθέσεως». Υποστηρίζει δε εμμέσως ότι η Ελληνική ήττα βασίζονταν στην αλλαγή στάσης και πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων έναντι Ελλάδος και Τουρκίας.
Οι απαντητικές επιστολές και το περιεχόμενο τους αποτελούν μαθήματα διορατικότητας και πολιτικής η οποία θεωρείται από τον Κρητικό πολιτικό «τέχνη του προβλέπειν». Και ερμήνευε με τον τρόπο του ότι η ήττα των Ελληνικών δυνάμεων ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες είχαν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα από την ίδρυση της Νέας Τουρκίας. Πώς λοιπόν θα επιχειρούσαν και πάλι, εκ νέου, πολεμικές κινήσεις , αντίθετα με την θέληση των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες απέβλεπαν σε άλλα πράγματα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις επιστολές του αυτές όχι μόνο αναλύει την κατάσταση της εποχής, όχι μόνο την διεθνή πολιτική και τα συγκρουόμενα παιχνίδια των ισχυρών που οδήγησαν την Ελλάδα σε πόλεμο και την εγκατέλειψαν στην συνέχεια μια και είχαν λάβει οικονομικά και πολιτικά ανταλλάγματα από την Τουρκία, αλλά δηλώνει και τον τρόπο σκέπτεσθαι ενός πολιτικού ο οποίος σαν βασικό του κριτήριο πρέπει να έχει «την τέχνη του προβλέπειν».
Ας θεωρηθεί η παράγραφος αυτή που απορρέει από τα παραπάνω σημαντική για την συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στον πόλεμο και στην συνέχεια για την ήττα που ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής στάσης των ισχυρών λόγω οικονομικών και πολιτικών τους συμφερόντων.
Με τις δηλώσεις και γραπτά του ο Κρητικός πολιτικός παραδίδει μαθήματα διπλωματίας και χειρισμού του λόγου και του σκέπτεσθαι , καθώς αναλύοντας τα δεδομένα της εποχής φθάνει σε σημείο να δημιουργήσει θετικό κλίμα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι σα να απευθύνεται στο σήμερα και στους συνεχώς αμφισβητούντες τονίζοντας ότι λάθη και παραλείψεις και λάθος εκτιμήσεις και ερμηνείες της πολιτικής μπορούν να επιφέρουν οικτρά αποτελέσματα. Ίσως οι σημειώσεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγές ιστορίας για διδασκαλία σε σεμινάρια διπλωματίας. Να αναλύονται με βάση το χθες και να διδάσκουν για το σήμερα που η εποχή έχει τη δική της διεθνή ανάγνωση.
Στις 26 Ιανουαρίου 1923 γράφει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον φίλο του Νίκο Κυριακίδη: Επετύχομεν λοιπόν δια της συμφωνίας (εννοεί την Συνθήκη Ειρήνης):
. Την παραμονήν των Ελλήνων Κωνσταντινουπόλεως
. Την παραμονήν του Πατριαρχείου
. Την αναστολήν της εκδιώξεως των υπολοίπων εν Μικρά Ασία Ελλήνων μέχρι της στιγμής καθ΄ ήν θα αρχίση η αναχώρησις εν Ελλάδι Τούρκων.
. Την συναινούσης της Τουρκίας αναχώρησιν του εν Ελλάδι Τουρκικού πληθυσμού, μέχρι Νέστου προς Ανατολάς, ήτοι 350.000 περίπου προσώπων ών αι κατοικίαι θα μας επιτρέψουν να στεγάσωμεν ανθρωπίνως ήμισυ περίπου εκατομμύριον προσφύγων.κλπ».
Μετά την υπογραφή!
Όπως γίνεται κατανοητό μέχρι τις 24 Ιουλίου 1923 διογκώνονται οι αντιδράσεις, αλλά τελικά υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης. Μετά από την υπογραφή ο Ελευθέριος Βενιζέλος απαντά εγγράφως προς τον Ελληνικό τύπο σχετικά με την υπογραφή.
«Μ΄ερωτάτε τας εντυπώσεις μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την Συνθήκην της Λωζάνης, δια της οποίας οριστικώς καταργείται η Συνθήκη των Σεβρών. Εν τούτοις έθεσα την υπογραφήν μου με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ήν περιήλθομεν δια της πολιτικής ήτις ωδήγησεν εις την ήτταν, επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήση εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος……». ( Αρχείο Βενιζέλου 173/φακ.40).
Γίνεται κατανοητό από την όλη παράθεση ότι και σήμερα ακόμη πρέπει να ερμηνεύεται σωστά η πολιτική και διπλωματική αλληλεγγύη, διότι αλλιώς ξεκινά μια συνεργασία και αλλιώς καταλήγει αφού τα μέρη καθημερινά αλλάζουν τις πολιτικές τους και ερμηνεύουν τα δεδομένα ανάλογα με τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα.
Στην συνέχεια και μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στις 20 Αυγούστου 1923 απαντά και προς τον Χατζηκυριάκο σχετικά με την υπογραφή που έθεσε, ο οποίος την χαρακτήριζε «ειρήνην επιβλαβή».
Συνεχίζοντας ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφού σημειώνει ότι «ενήργησε εν πλήρη αρμονία προς τας οδηγίας της Επαναστάσεως, γράφει: «Γνωρίζω ότι και συ και ο Πάγκαλος αποβλέποντες εις την θαυμαστήν αναδιοργάνωσιν του στρατού μας επεδιώκετε την ματαίωσιν των διαπραγματεύσεων της ειρήνης και την επανάληψιν των εχθροπραξιών και κατά της επαναλήψεως αυτής των εχθροπραξιών εν πλήρει της Ελλάδος απομονώσει αντετάχθην πάση δυνάμει και ευτυχώς με την γνώμην μου ετάχθη τελικώς και η Επανάστασις.
‘Αλλ έχω την πεποίθησιν ότι προσέφερα ούτω εις τον τόπον μου την μεγίστην των υπηρεσιών. Εάν ο Γούναρης και οι περί αυτόν διέπραξαν έγκλημα, συνεχίζοντες τον πόλεμον μετά την διάλυσιν των συμμαχιών μας και την πλήρη μας απομόνωσιν και το έγκλημα τούτο επλήρωσαν δια του αίματός των, πώς δεν αισθάνεσαι ότι θα ήτο απείρως μεγαλύτερον το έγκλημα εκείνων, οι οποίοι θα ώθουν την Ελλάδα εις επανάληψιν του πολέμου εν πλήρη διπλωματική και στρατιωτική και οικονομική απομονώσει»;
Και συνεχίζει: «Επί πλέον δε ο Γούναρης ηδύνατο εν τη ανοησία του να ελπίζει ότι η επιθυμία της Αγγλίας όπως εξέλθωμεν νικηταί εκ του κατά της Τουρκίας πολέμου, θα ήγεν αυτήν τελικώς εις το να μας υποστηρίξη, όπως νικήσωμεν. Ενώ σείς επαναλαμβάνοντες τον πόλεμον θα είχετε εχθρικώς διατεθειμένας όχι μόνον την Γαλλίαν και Ιταλίαν, αλλά και την Αγγλίαν. Ή λησμονείτε ότι και αύτη η Γιουγκοσλαβία ηρνήθη επιμόνως να μας υποστηρίξη, και ηρνήθη ακόμη να μας εγγυηθή ότι δεν θα επιτρέψη εις την Βουλγαρίαν να μας επιτεθή, το μόνον δε που μας διαβεβαίωσε είναι ότι έχει διαβεβαιώσεις του Σταμπολίνσκη ότι η Βουλγαρία θα παραμείνη ουδετέρα και ότι πιστεύει εις την ειλικρίνειαν των διαβεβαιώσεων τούτων»;
Και καταλήγει αναφερόμενος στον απόλυτο μοναρχισμό μετά το 1915, στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, στην έξαψη των παθών και στις συμφορές «τας οποίας θρηνούμεν».
Από Τουρκικής πλευράς η Λωζάνη!
Στο σημείο όμως αυτό ας δούμε , εν συντομία, και από Τουρκικής πλευράς πώς αναλύεται η περίοδος αυτή από τον Κεμάλ Ατατούρκ, σε μια του ομιλία το 1927 η οποία διήρκεσε 5 ημέρες στο συνέδριο του Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος. Όλη η ομιλία μεταφράσθηκε από τον υπογράφοντα αλλά εκδόθηκε τμήμα της μετάφρασης το 1995 από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη. Σχετικά με τις εργασίες της διάσκεψης της Λωζάνης σημειώνει ότι ξεκίνησαν στις 21 Νοεμβρίου 1922 και ότι την Τουρκία εκπροσωπούσε ο Ισμέτ πασάς , τον οποίο συνόδευαν οι Χασάν μπέης, βουλευτής Τραπεζούντας και Ριζά Νουρ μπέης, βουλευτής Σινώπης.
Και συνεχίζει: «Για ένα διάστημα παρακολουθούσα τη διάσκεψη από την Άγκυρα. Οι συζητήσεις ήταν αρκετά έντονες. Δε φαινόταν να καταλήγουμε σε κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα, που να αναγνωρίζει τα τουρκικά δίκαια. Εγώ το έβρισκα πολύ φυσικό, γιατί τα προβλήματα που συζητούσαν στη διάσκεψη δεν ήταν μόνο προβλήματα των τελευταίων τριών ή τεσσάρων ετών. Συζητούσαν προβλήματα εκατονταετηρίδων. Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο εύκολο να δοθεί κάποια λύση με τόσο παλιά και τόσο περίπλοκα προβλήματα».
Σε άλλο σημείο ο Μουσταφά Κεμάλ αναφέρθηκε στην διακοπή των συνομιλιών στις 4 Φεβρουαρίου 1923 και σημείωσε ότι στο διάστημα των συνομιλιών που διήρκεσαν δύο μήνες οι εκπρόσωποι των συμμαχικών δυνάμεων υπέβαλαν κάποιες προτάσεις που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές αφού «μείωναν την ελευθερία μας, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και θυσιών».
Έτσι με τις εκατέρωθεν ανακοινώσεις προς τα εσωτερικά τους μέτωπα έφθασε η έναρξη της δεύτερης περιόδου των συνομιλιών που ξεκίνησαν στις 23 Απριλίου 1923 και η οποία τερμάτισε τις συνομιλίες με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου του 1923. Λέει στην ομιλία του ο Μουσταφά Κεμάλ: « Είναι αλήθεια λοιπόν, ότι ο απελευθερωτικός πόλεμος μας , που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, είχε λήξει με μια ειρήνη που ήταν αντάξια του κύρους και της τιμής του έθνους μας».
Τέλος ένα άλλο σημείο που έγινε θέμα συζήτησης και στις δύο πλευρές, Ελλάδα και Τουρκία ήταν οι πολεμικές αποζημιώσεις που θα επιβάλλονταν στην Ελλάδα. Σημείο τριβής που θα μπορούσε να οδηγήσει και πάλι σε πολεμικές αναμετρήσεις. Φαίνεται όμως ότι επικράτησε η λογική και τα επιχειρήματα των Βενιζέλου και Μουσταφά Κεμάλ ήταν περίπου του ιδίου σκεπτικού και περιεχομένου με αποτέλεσμα να επικρατήσει ο μη πόλεμος.
Αναφέρει λοιπόν ο Μουσταφά Κεμάλ στην ομιλία του «Με αφορμή τις αποζημιώσεις που έπρεπε να επιβληθούν λόγω του πολέμου, η στάση της Ελλάδας είχε δημιουργήσει μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Είχαν διακοπεί οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ του Βενιζέλου και του Ισμέτ πασά. Οι εκπρόσωποι των συμμαχικών κρατών πρότειναν να παραμείνει το Καράαγατς σε μας και σ΄αντάλλαγμα να μη ζητήσουμε πολεμικές αποζημιώσεις. Έκαναν αυτή την πρόταση για να λυθεί το θέμα».
Η πρόταση αυτή μέσω τηλεγραφημάτων κοινοποιείται στην Άγκυρα και το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο σε μεγάλο ποσοστό είναι αντίθετο στη σκέψη να παραιτηθεί η Τουρκία από τις πολεμικές αποζημιώσεις οπότε και ξεκινά μια τηλεγραφική διαμάχη μεταξύ Ισμέτ πασά και Ραούφ μπέη.
Σε κάποιο σημείο τονίζεται ότι ο Ισμέτ πασάς συμφωνεί με την πρόταση των ξένων αντιπροσωπειών και έμμεσα «απειλή» ότι αν η κυβέρνηση του δεν αποδεχτεί την τόσο συμφέρουσα για την Τουρκία πρόταση θα εγκαταλείψει την αντιπροσωπεία στην Λωζάνη και θα επιστρέψει στην Άγκυρα, σημειώνοντας ότι θα εξηγήσει την κατάσταση και θα «απαλλαγή από τις ευθύνες του».
Στην συνέχεια ο Μουσταφά Κεμάλ, λέει: «Μετά από την ανάγνωση της σχετικής αλληλογραφίας συμφώνησα με την άποψη του Ισμέτ πασά». Σχολίασε την επιχειρηματολογία των δύο, Ισμέτ πασά και Ραούφ μπέη, ο οποίος για να φανεί αρεστός προπαγανδίζοντας υποστήριζε ότι «ας αποσυρθούν οι συμμαχικές δυνάμεις και ας μας αφήσουν μόνους μας. Εμείς ξέρουμε να λογαριαστούμε μαζί τους». Συνεχίζοντας ο Κεμάλ Ατατούρκ φάνηκε ότι συμφωνεί με τον Ισμέτ πασά, αλλά σημείωσε στην ομιλία του ότι «η άποψη του Ισμέτ πασά που έφερε την ευθύνη της ειρήνης, δεν μπορούσε να λεχθεί στην κοινή γνώμη γιατί θα φαίνονταν ότι ωφελεί την Ελλάδα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σωστή και αναγκαία».
Λύνει το ζήτημα χωρίς να δικαιώνει κανέναν από τους δύο αλλά σε μυστικό τηλεγράφημα προς τον Ισμέτ πασά παραθέτει τις απόψεις του που είναι ταυτόσημες με εκείνου.
Γράφει λοιπόν
«1) για τα οικονομικά ζητήματα που θα συζητηθούν με τις εταιρίες θα γίνει αναφορά στην Άγκυρα.
2) τα οικονομικά ζητήματα προς το συμφέρον των συμμαχικών δυνάμεων και η Μοσούλη καθυστερούν την εκκένωση της Κωνσταντινούπολης.
3) στο θέμα της πληρωμής των τουρκικών χρεών στην περίπτωση που θα ζητήσουν την έκδοση μιας εγκυκλίου που θα δηλώνει ότι βρίσκεται σε ισχύ ο απαγορευτικός κανονισμός μπορεί να μην λυθεί προς όφελος της Τουρκίας.
4) προσοχή στις συμμαχικές προτάσεις σχετικά με την δικαιοσύνη.
5) Οι Έλληνες δε θέλουν να κρατούν το στρατό τους ετοιμοπόλεμο για να μην το αποδυναμώσουν. Ως προς τις αποζημιώσεις θέλουν να το λύσουν προς το συμφέρον τους. Τα συμμαχικά κράτη δεν θέλουν να μας βοηθήσουν για να επιλυθούν τα προβλήματα που εμείς θεωρούμε ότι είναι θέματα ουσίας, ζωής και θανάτου. Θέλουν να καθυστερήσουν τις συνομιλίες και αφού μας αποδυναμώσουν να μας υποχρεώσουν να συμφωνήσουμε μαζί τους. Θέλουν να λύσουν το πρόβλημα ασκώντας πίεση σε μας και έτσι να απαγκιστρώσουν τους Έλληνες από την αγωνία και να τους ανυψώσουν το ηθικό…….πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να δεχόμαστε να είμαστε σε αναμονή επ΄αόριστον.
6) τα συμμαχικά κράτη, εφόσον στα θέματα ζωής και ελευθερίας δεν έχουν αποφασίσει να μας θέσουν σκληρούς όρους, δεν θα επιτρέψουν στον ελληνικό στρατό να αρχίσει τον πόλεμο με αφορμή την αμετακίνητη στάση που θα τηρήσουμε. Και αυτό γιατί δε θέλουν να συμμετάσχουν ενεργά και οι ίδιοι……..σε θέματα που ενδιαφέρουν όλο τον κόσμο ακόμα και με τις καλύτερες προϋποθέσεις και τα δεδομένα , μπορούν να στραφούν εναντίον μας. Αν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, θα βρεθούμε σε δυσκολότερη θέση.
7) Η απόσυρση των Ελλήνων από τις συνομιλίες δεν θα έχουν κανένα νόημα αν δεν αποχωρήσουν και οι συμμαχικές δυνάμεις.
8) Καλέστε, τα συμμαχικά κράτη να επιλύσουν τα κύρια προβλήματα».
Από την τοποθέτηση του Μουσταφά Κεμάλ βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν υπέρ της έναρξης και πάλι του πολέμου αιτιολογώντας την άποψη του ότι δεν ήταν γνωστές οι θέσεις των συμμαχικών δυνάμεων σε περίπτωση έναρξης και πάλι των εχθροπραξιών. Στο σκεπτικό ταυτίζονταν με το Ελευθέριο Βενιζέλο. Βέβαια ο πρώτος ομιλούσε από θέση ισχύος και νικητή ενώ ο άλλος από την θέση του ηττημένου ο οποίος βασίζονταν στην στρατιά που είχε ετοιμάσει η τότε επαναστατική κυβέρνηση. Έτσι οι πολεμικές αποζημιώσεις έληξαν με την ανταλλαγή του Καράαγατς.
Επίλογος
Το παρόν ιστορικό σημείωμα που δημοσιεύεται 98 χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης βασίζεται σε άγνωστες για πολλούς ιστορικές σελίδες, έχει ένα σκοπό και μόνο. Να κατανοηθούν τα σημεία εκείνα που διαμόρφωσαν το τελικό κείμενο για να ερμηνευτούν καλύτερα οι όροι και τα άρθρα που συνεχώς αναφέρονται κατά την ρήση του λόγου.
Το επαναλαμβάνουμε ότι σημαντική η υπογραφή της συνθήκης. Όμως σημαντική εξ ίσου και η ερμηνεία που αποδίδουν οι πλευρές για να κατανοηθεί καλύτερα η απόδοση της. Σημαντικότατη όμως η πολύχρονη πολιτική που ακολούθησαν τα συμβαλλόμενα μέρη η οποία μεταβάλλονταν κατά την εφαρμογή της. Τέλος δημοσιεύεται για μελέτη πριν ακόμη συμπληρωθούν τα 100 χρόνια από την υπογραφή. Για να παραδειγματίσει και να διδάξει. Γιατί οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες, οι αναλυτές πρέπει να γνωρίζουν το ιστορικό παρελθόν από τις πηγές για να μπορούν να ερμηνεύουν αντικειμενικά τα γεγονότα. Και αυτό γιατί «το παρελθόν σαν δάσκαλός του παρόντος και οδηγός του μέλλοντος».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Το παρόν σημείωμα γράφτηκε πριν αρκετούς μήνες. Το δημοσιεύω σήμερα γιατί θεώρησα ότι θα ήταν καλό να μελετηθούν κάποιες σελίδες από τις πολλές αδημοσίευτες. Την περίοδο αυτή της κούρσας των αγορών και των συμφωνιών, των τεχνητών εντάσεων και της πρόληψης πιθανών φωνασκιών και εθνικιστικών σκέψεων.
Η μελέτη της Λωζάνης και των μη δημοσιευμένων συνοδευτικών εγγράφων της είναι πάντα χρήσιμα για κάθε χρονική περίοδο. Και αυτό γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι συνεχείς και μεταβαλλόμενες. Η σωστή ανάγνωση τους αναπροσαρμόζει την εφαρμοζόμενη πολιτική η οποία όμως πρέπει να έχει μία ολοκληρωμένη και ευθεία γραμμή και όχι τεθλασμένη ή κυκλική, όπως είδαμε στην περίπτωση του χαρακτηρισμού της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, η οποία εναλλάσσονταν ανάλογα των προσωπικών πολλές φορές πολιτικών επιλογών.
https://www.enetpress.gr/λωζάνη-άγνωστες-σελίδες-από-την-συνθή/
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου
Καλοδεχούμενα όλα τα σχόλια, επώνυμα και ανώνυμα. Πάντα όμως με σεβασμό στους άλλους αναγνώστες και στους νόμους. Ευχαριστούμε!